- κουρτέλα
- (I)η (Μ κουρτέλα)μαχαίρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. cortela].————————(II)η (Μ κουρτέλα)μικρή αυλή.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ιταλ. *corte].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουρτέλο — το στηθαίο, θωράκιο γέφυρας ή εξώστη ή παραθύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. κουρτέλα] … Dictionary of Greek